προαγορευτική

προαγορευτική
προαγορευτικός
prophetic
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προαγορευτικός — ή, όν, Α [προαγορεύω] 1. αυτός που έχει τη δυνατότητα ή την ικανότητα να προλέγει, ο προφητικός («φωνή προαγορευτική» Πολυδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προαγορευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού να προλέγει, να προφητεύει κανείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”